Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Never skip dessert



Λόγω του ότι είμαι άτομο ενήλικο και υπεύθυνο, καθώς και μητέρα, έχω αναγκαστεί τα τελευταία χρόνια να τρώω αλμυρά πράγματα στα κυρίως γεύματα αντί για επιδόρπια – όπως ήταν η φυσική μου τάση μέχρι να γίνω άτομο ενήλικο και υπεύθυνο. (H Cher ας πούμε στο Mermaids που τάιζε τα παιδιά της επιδόρπια αντί για κυρίως γεύματα είναι η προσωπική μου ηρωίδα –αλλά μάλλον μεγαλώνοντας, τα παιδιά θα έπρεπε να κάνουν ισάριθμες πλαστικές με την ίδια – δεν το δείχνει, αλλά το φαντάζεται μόνος του ο θεατής).





Το θέμα είναι ότι πιστεύω ακράδαντα ότι πολλά επιδόρπια μπορούν να μεταμφιεστούν και να περάσουν κάλλιστα για σοβαρά και ενήλικα γεύματα.
Μερικά εύκολα παραδείγματα: το cheesecake, (χωρίς topping, σκέτο όπως το έφτιαχνε το Food Company), είναι μια χαρά μεσημεριανό!
Τα Iles flottantes (μισοψημένα «νησιά»- μαρέγκες που επιπλέουν μέσα σε crème anglaise), μπορούν άνετα να φαγωθούν για βραδινό.
Τα Iles flottantes για να σας θυμίσω, είναι το επιδόρπιο που έφτιαξε η Diana Keaton σαν πρόσχημα για να πάει να κατασκοπεύσει το σπίτι των γειτόνων στο «Manhattan murder mystery».
Anyway, η μοναδική ελληνίδα που ξέρω που το φτιάχνει τέλεια είναι η Κάτια Δημοπούλου και το συγκεκριμένο επιδόρπιο ήταν το coup-de-grace από τη μεριά της προς το πρόσωπό μου. Δηλαδή, δεν έφθανε που είχε την τέλεια ζωή, (ζούσε από το γράψιμό της, είχε τον πιο όμορφο άνδρα κ.ά.), αλλά πολύ χαλαρά εμφανιζόταν με μια πιατέλα Iles flottantes τύπου: «Παρεπιπτόντως, ενώ ζούσα την τέλεια ζωή, έψησα και αυτές τις τέλειες μαρέγκες».
Και εδώ πρέπει να πω ότι μια φορά που πήγα να ψήσω μαρέγκες για να φτιάξω μια Πάβλοβα, -(μου αρέσει το casual ύφος γιατί ψαρώνετε) – μετά από 4 ώρες που οι μαρέγκες δεν αντιδρούσαν καθόλου στο φούρνο (πλήρως αναίσθητες), πήγα στο πρώην «Ασκληπιού Γωνία» κοντά στο πρώην σπίτι μου και κτύπησα μια πρώην Πάβλοβα και νυν δικαίωση.

Άλλο τέλειο επιδόρπιο έφτιαχνε ο φίλος μου ο Πάνος, ο οποίος επίσης ζούσε την τέλεια ζωή μέχρι να αρρωστήσει και εν τέλει να πάει να συναντήσει τον Μεγάλο Ζαχαροπλάστη, αποδεικνύοντας σε όλους εμάς τους υπόλοιπους, ότι ζούμε την τέλεια ζωή γιατί η εναλλακτική απλώς, δεν είναι καθόλου τέλεια – αν εξαιρέσεις ότι μου λείπει ο ίδιος αφόρητα…
Λοιπόν ο Πάνος είχε την ιδέα, (και κουβάλησε στο σπίτι μου όλα τα συμπράγκαλα), να φτιάξουμε σπιτικά milles-feuilles, (όλοι οι φίλοι μου είναι βλαμμένοι με κάποιον δικό τους, ειδικό τρόπο).
Και το κάναμε ως εξής: κόψαμε σφολιάτες σε τετράγωνα και τις ψήσαμε, μετά φτιάξαμε την κρέμα μόνοι μας –αλλά όχι άσπρη, με φραμπουάζ για να είναι, λέει, ροζ, (σας τα ‘λέγα, non?) – και μετά από δύο ώρες δουλειάς, συναρμολογήσαμε τα ροζ milles feuilles μας και τα φάγαμε σε περίπου 17 δευτερόλεπτα.
Παράλογο? (Δεν απαντά, άρα λογικό).

Άλλοι φίλοι φτιάχνουν άλλα τέλεια επιδόρπια: η Τζώρτζια μωσαϊκό, η Νιόβη σούπερ μους από βιολογικές φράουλες, η μαμά μου (αν την απειλήσεις με ένα κουζινομάχαιρο), φτιάχνει ωραία πορτοκαλόπιτα, η Κατερίνα φτιάχνει carrot cake με cream cheese (αυτό έχει και ένα μεγάλο ατού: ΔΕΝ αρέσει στα παιδιά!).
Εγώ φτιάχνω ωραία Zuppa Inglese - ως distraction κυρίως.

Όπως και να ΄χει: Life is uncertain. Eat dessert first!
 

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Σκυλίσια Μέρα



Προχθές είδα μια ταινία που λεγόταν «A dogs tale» και διηγιόταν την ιστορία ενός τύπου (Richard Gere στο έργο) και του σκύλου του, (ένα Αkita), με το όνομα Hatchi.
Είναι μια ιστορία αγάπης και αφοσίωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στο μόνο πλάσμα που ξέρει να αγαπάει πραγματικά στον μάταιο τούτο κόσμο… το σκύλο.
O Richard Gere είναι ένας καθηγητής γύρω στα 60, γοητευτικός, (δηλαδή you still want to take care of himin the broader sense), αλλά καμία σχέση με το ασύλληπτο hunk που ήταν όταν διάλεγε γραβάτες στο American Gigolo.
(Είναι άσχετο με το θέμα μας, αλλά θα το βάλω το βίντεο, δεν κρατιέμαι…) 



Τέλος πάντων, (κάντε ένα κρύο ντους και πείτε το Πάτερ Ημών από μέσα σας, και συνεχίζουμε).

Όπως παρακολουθούσα την ταινία, είπα στο Δημήτρη: «Έτσι τελειώνει η αγάπη του σκύλου» -«Πως?», μου λέει, -«Με το θάνατο».
Και θυμήθηκα ένα βροχερό πρωί Κυριακής, όταν ήμουν οκτώ χρονών που ξύπνησα ακούγοντας ένα σκυλάκι που έκλαιγε και βγήκα στον κήπο, για να βρω ένα μαύρο κουτάβι μούσκεμα, που είχε μπει κάτω από μια υδρορροή για να προφυλαχτεί!
Ο Ραν-ταν-πλαν, σκέφτηκα.
Μέχρι να ξυπνήσουν οι γονείς μου το κουτάβι είχε ήδη για σπίτι του μια κούτα Νουνού στην κουζίνα μας, για κουβέρτα του ένα παλιό –ή όχι και τόσο παλιό – πουλόβερ μου, και όνομα.
Τον έλεγαν Μάγκα.
Δηλαδή, πάντα από τότε που γεννήθηκα, είχα σκυλιά, αλλά αυτός ήταν ο Ένας, ο δικός μου σκύλος. Και εγώ ήμουν ο σωτήρας του.
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν η μαμά μου είδε το σκύλο και της ανακοινώθηκε το όνομα. «Μάγκας»? «Μα το σκυλί είναι θηλυκό!», μου είπε. Δεν κολλήσαμε εκεί, πάντα ήθελα ένα σκύλο να τον λένε Μάγκα, ας ήταν και κορίτσι.
Ο Μάγκας έμεινε μαζί μας 14 χρόνια. Γέννησε τρεις γενιές Μαγκάκια, ήταν ερωτιάρης (α), προστατευτικός, καβγατζής και ριψοκίνδυνος. Μια φορά τον κτύπησε αυτοκίνητο και κυκλοφορούσε με γύψο στο πόδι, για κανένα μήνα.
Ήταν ένα γαλαζοαίματο ημίαιμο-όπως και το αφεντικό του δηλαδή, ακριβώς.
Όταν ήμουν 17 χρονών και πήγα για ένα χρόνο στην Αμερική, δεν έτρωγε στην αρχή αλλά  μετά το ξεπέρασε..Heart broken but adaptive…όπως το αφεντικό του δηλαδή, ακριβώς.
Και μια μέρα χάθηκε.
Μια κακιά, κακιά γυναίκα που έμενε δίπλα μας, μου είχε πει τότε ότι τον είδε χτυπημένο από αυτοκίνητο στο πλάι του δρόμου.
Και εγώ η ίδια είδα ένα μαύρο, σκοτωμένο σκυλί στην άκρη του δρόμου, όπως οδηγούσα, μια άλλη μέρα. Δεν άντεξα να σταματήσω να δω αν ήταν αυτός.
Αποφάσισα ότι ο Μάγκας απλώς έφυγε, για να πάει κάπου καλύτερα.

Όπως όλες οι μεγάλες αγάπες, έρχεται καμιά φορά στα όνειρα μου.
Εγώ είμαι παιδί κι αυτός κουτάβι, και παίζουμε. Εις τον Αιώνα των αιώνων. Αμήν.

Δεν ξαναπήρα ποτέ σκύλο. Ούτε πρόκειται.








Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Arthur



Η σοβαρή γιαγιά μου, όταν πέθανε, μου άφησε ένα διαμέρισμα.
Η αστεία γιαγιά μου πάλι, μου άφησε ένα παλτό βιζόν and a weird sense of humor.
Ας πούμε η σοβαρή γιαγιά όταν έφευγες, έλεγε: «Να προσέχεις τον εαυτό σου», η άλλη γιαγιά έλεγε: «Που πας χωρίς κραγιόν?» 
Το διαμέρισμα είναι ξενοίκιαστο δύο χρόνια, το βιζόν δεν το φοράω για να μην με ψεκάσουν τίποτα ακτιβιστές στο δρόμο, το μόνο που αποδείχτηκε σωτήριο ήταν το sense of humor.
Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, όποιον κι αν ρωτήσεις αν έχει χιούμορ θα σου πει Ναι, αλλά στην περίπτωσή μου έχει αποδειχτεί και εμπράκτως.
Δηλαδή γελάνε με τα αστεία μου και άτομα που δεν ενδιαφέρονται α) να με κρεβατώσουν ή β) να τους δανείσω 50 ευρώ.

Το χιούμορ στην οικογένεια μας ήταν μια πολύ σοβαρή υπόθεση νομίζω. Το να είσαι αστείος ήταν πιο σημαντικό από το να είσαι π.χ. καλός μαθητής, ωραίος, συγκροτημένος ή /και να λες την αλήθεια. Τα ψέματα ήταν mildly αποδεκτά, if you could get a good laugh in the end.
Ο κώδικας επικοινωνίας μας ήταν πολύ απλός: μιλούσαμε με ατάκες από το Arthur.
Ο λόγος είναι ότι στο Arthur υπάρχει όλη η απαραίτητη φρασεολογία που έχει ανάγκη μια οικογένεια για να επικοινωνήσει- (άλλοι λένε πως αυτό ισχύει για το Νονό, αλλά στο τέλος του Arthur, όλοι οι ήρωες είναι alive and kickinga major plus).

Και θα δώσω παραδείγματα για το Arthur:
«Μαμά πήρα 20 στη Γεωγραφία!!» - Μαμά: «Ill alert the Media»
Ο μπαμπάς σε πρήζει να φοράς ζώνη μόλις πρωτο-οδηγείς: «We understand its small, Arthur».
Γυρίζεις αργά και έχεις πιεί. Μαμά: «Everyone who drinks is not a poet», Κοραλία : «Some of us drink ‘cause we are not poets».
Μπαμπάς: «No one in our family ever drinks», Χάρης: «That’s great, you’ll probably never run out of ice».
And so on and so forth.

Όλα αυτά είχαν ένα οικτρό αποτέλεσμα.

Κανείς δεν μας προετοίμασε για την πραγματική ζωή. Όπου υπάρχουν συνέπειες σε ότι κάνεις και όπου ο κόσμος μιλάει με κανονικές προτάσεις που τις σκέφτηκε μόνος του –και όχι ο Arthur.
Από τότε, έχω περάσει 25 χρόνια αναζητώντας μια άλλη ταινία με της οποίας τα λόγια να μπορώ να πορεύομαι, αλλά καμία δεν είναι σαν αυτό, το  πρώτο έργο.
Ίσως φταίει και το ότι κάποιοι από τους πρωταγωνιστές της ζωής μου πέθαναν στην πορεία.
«Party poopers» –όπως θα έλεγε κι ο Arthur







Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Althea



Πόσο να βάλω;
Μία ώρα!!
Μόνο;
Σε κάτι πιο compact δε διατίθεται, π.χ. a lifetime;
Όχι, ε…Το φοβόμουν...
Έτσι είναι με τα πυροτεχνήματα. Κρατάνε λίγο.
Επιφωνήματα θαυμασμού σε κάθε νέο κόλπο. “Un petit truc” όπως θα έλεγαν και οι Γάλλοι.

Θυμάμαι μια καλοκαιρινή νύχτα του 86, η Heather και εγώ, ξαπλωμένες σε ένα λιβάδι με στάχυα, στον Αμερικάνικο Νότο, πίναμε άσπρο κρασί –σε κανονικά κολονάτα ποτήρια του άσπρου κρασιού – και κοιτάζαμε τον ουρανό.
Ήμασταν 17 χρονών και το μέλλον ήταν ήδη εκεί. Corona Borealis, Lyra, Serpens.
Ονόματα αστερισμών που θα μαθαίναμε αργότερα.
Εκείνη τη νύχτα, απλώς κοιτάζαμε τα αστέρια να κατεβαίνουν χαμηλά και να αγγίζουν τα στάχυα.   
Και το μέλλον ήταν ήδη εδώ.    

«If I ever have a baby girl, I’ll name her Althea», Ι said.