Oπατέρας μου,
που ζωγράφιζε κι ο ίδιος, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία σε όλη του ζωή στον Ελ
Γκρέκο.
Άνθρωπος της αισθητικής τάξης,
όταν πέθανε, και συγκεκριμένα αφότου πέθανε, στην κηδεία του, είχε μεταμορφωθεί
στον κόμητα Οργκάθ, την ημέρα της ταφής του.
Ήταν δηλαδή, ακριβώς έτσι:
Τα θυμήθηκα όλα αυτά συναντώντας
σήμερα μια γυναίκα που είχε χάσει τον πατέρα της μόλις εχθές.
Φρεσκοσιδερωμένη και βαμμένη,
περιέγραφε πως είχε κόψει και φάει έναν ροφό 8 κιλά που της είχαν δώσει δώρο
την προηγούμενηεβδομάδα («σε φέτες
μέχρι να σκάσει»). Επίσης πως (θα φάει) ένα ολόκληρο μανιτάρι τρούφα «το οποίο
κοστίζει € 200!!!». Ο κανιβαλισμός επέρχεται υποθέτω, όταν ο άνθρωπος
τραπεζώνει και τρώει τα συναισθήματα του αντί να τα βιώνει.
Το κύριο βέβαια ερώτημα είναι αν
η συναναστροφή με τέτοιους κανιβαλικούς τύπους, είναι επώδυνη και τοξική για
αυτούς που δεν τρώνε τους ροφούς – στα καλά καθούμενα - αλλά στον ειδικό τους
χρόνο και τόπο. Με λίγα λόγια, όχι μόνο θέλει ο ροφός –και το πένθος – τον
χρόνο και την αισθητική του, αλλά κυρίως: Μην κάνετε παρέα με κανίβαλους, μια
μέρα ίσως να πεινάσουν…
Φεύγω, λίγο tipsy, λίγο τύψη, από το θόρυβο και τους φίλους, πέφτει σούρουπο στο Κολωνάκι -με ότι σημαίνει ο όρος Κολωνάκι. Το υπόγειο της Νιόβης, τις σαλάτες και την ασταμάτητη πάρλα του Harmon, ένα ντους μετά τη θάλασσα το καλοκαίρι, και τσουπ στα μπαρ της Χάρητος. Μετά η Δεξαμενή με ένα παιδί στο καρότσι, μετά στην τσουλήθρα κι άλλος ένας αγκαλιά στο μάρσιπο. Ύστερα η μαμά μου με μαύρα στη Σπεσίππου. Πωπω πως γλιστρά αυτός ο δρόμος όταν βρέχονται τα πεσμένα φύλλα της ακακίας από τη βροχή του Σεπτέμβρη. «Τώρα θα πέσει» να λέω και θα τη μαζεύω με τα λασπωμένα μαύρα από το πεζοδρόμιο. Είναι κι ανισσόροπη έτσι κι αλλιώς. Κι έτσι τη στήριζω από το μπράτσο κι άλλοτε, όχι από το μπράτσο, με τα λόγια μόνο και με τη γλύκα της φωνής.
Κι ενώ κατεβαίνω αυτά τα γλιστερά, όπως λέγαμε πεζοδρόμια, αναρωτιέμαι, να πάω ή να μην πάω, κι άλλη γλιστερή ατραπός. Κι ενώ όλα είναι όπως θα μπορούσαν να είναι, ήσυχα και φωτεινά, ένα από τα τελευταία Κυριακάτικα απογεύματα του Απρίλη, μυρίζω –στο μυαλό μου, δεν υπάρχουνστην πραγματικότητα –πεόνιες.
Είναι κάπως έτσι οι πεόνιες, τα αγαπημένα μου λουλούδια όταν είμαι χαρούμενη - όταν είμαι λυπημένη είναι τα κυκλάμινα, -μην μπερδεύεστε:
Και μυρίζουν κάπως έτσι:
Θέλω να είναι σαν ταινία για να πάω, αλλά κάτι δεν είναι σαν ταινία, τουλάχιστον όχι όπως παλιά…
Σταματάω στην Ασκληπιού και παίρνω έναν freddo, για να το σκεφτώ καλύτερα, κοντά στη Μασσαλίας που ήταν τα Γαλλικά μου (annexecentrale) και κάτω από την οδοντίατρο, που με είχε κοιτάξει με κωμικό πάθος ένα απόγευμα ο Βλαβιανός, ένα απόγευμα μετά τη νάρκωση.
Το καφέ είναι σ’ αυτό το χρώμα που λέμε κοραλλί, («Κοραλί μου» που με φωνάζει κι η Θεανώ), και το κορίτσι που σερβίρει κάθεται και στρίβει τσιγάρα και πίνει ένα ελαφρώς ζεστό πια, άσπρο κρασί. Ο ήλιος μπαίνει πλάγια, απογευματινά, από τα παράθυρα, και είναι λίγο σαν ταινία, αλλά όχι όσο χρειάζεται. Και παίζει αυτό το τραγούδι:
Επειδή δεν υπάρχουν συμπτώσεις, είναι ξεκάθαρα πια ένα θέμα either– or.
Δεν πάει στο διάολο λέω.
Πετάω δύο, τρία χρόνια από το –κοραλλί – παράθυρο.
Αφού έτριψα τα κελύφη καλά καλά
με το βουρτσάκι, και τράβηξα προσεκτικά όλα τους τα γένια, τα ξάπλωσα απαλά σε
ένα αρωματικό κρεβάτι από λευκό κρασί, λάδι και σκόρδο. Ένα ένα, άρχισαν
δειλά να ανοίγουν σαν όμορφα νεαρά αιδοία (πλάκα κάνω προφανώς – εξ ου όμως
και η παρανόηση ότι τα οστρακοειδή είναι αφροδισιακά). Στη διπλανή κατσαρόλα
έφτιαξα μια φρέσκια σάλτσα ντομάτας με το μείγμα μου «aglio – olio – peperoncino» και μόλις τα μύδια είχαν
ανοίξει καλά, τα έριξα μέσα, και όλα μαζί πάνω από ένα καυτό spaghetti.
Το όλο θέαμα έδειχνε κάπως έτσι:
Έβαλα το Sex & thecity – season 5 στο playerκαι κάθισα. Η Ρώμη είχε μόλις πέσει. Και τότε κτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκε ο
πιο άγευστος φίλος που υπάρχει στον (ήδη) μάταιο τούτο κόσμο. Και απρόσκλητος.
«Πως το βλέπεις αυτό το πράγμα;;»-(Συγνώμη, δεν ήξερα ότι θα ‘ρθεις να βάλω να
παίζει ο Μάλερ και να διαβάζω το 2ο σεμινάριο του Λακάν).
Τον έδιωξα με δύο γρήγορα ουίσκι,
αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει..
Πάει αυτό, άλλο θέμα.
Διαβάζω το WhiteNoiseτου
Delillo, το οποίο είναι
λέει “aclassicofpostmodernliterature”
– τουλάχιστον ήταν το 1985 που κυκλοφόρησε γιατί σήμερα τα 13χρονα π.χ. είναι
πιο postmodernΚΑΙ από τον Delillo.
(Ας πούμε : ο γιος μου με βρίσκει να κλαίω προχθές και τον αγκαλιάζω για να τον
καθησυχάσω. «Μη στενοχωριέσαι, αγάπη μου» του λέω. –«Μαμά, εσύ στενοχωριέσαι,
όχι εγώ. Το ξέρεις το ανέκδοτο που λέει: Μην πανικοβάλλεσαι, μην πανικοβάλλεσαι,
ΜΗΝ ΠΑΝΙΚΟΒΑΛΛΕΣΑΙ» -κάνει πως πανικοβάλλεται.. Γελάμε κι οι δύο..Talkingaboutpostmodern…)
Λοιπόν ο Delilloγράφει: «Whatwearereluctanttotouchoftenseemstheveryfabricofoursalvation».
– Δηλαδή, ή τουλάχιστον έτσι το ερμηνεύω, ποιος είναι ο μεγάλος σου φόβος; Βρες
τον και πήγαινε εκεί ακριβώς. Και θα λυτρωθείς.
Πράγμα που μου φέρνει στη μνήμη αυτό το τραγούδι της KimyaDawsonπου
όλοι θέλουν να είναι κάτι άλλο από αυτό πού είναι (Theflowersaid, "IwishIwasatree, Thetreesaid, "IwishIcouldbeadifferentkindoftreeκτλ.
κτλ.)
Και οι αγαπημένοι μου στίχοι:
And the
rattlesnake said,
"I wish I had hands so
I could hug you like a man."
And then the cactus said,
"Don't you understand,
My skin is covered with sharp spikes
That'll stab you like a thousand knives.
A hug would be nice,
But hug my flower with your eyes."
Τι να πω..
Για μια σύζευξη ζούμε όλοι, κι ας πονάει και
λίγο…
«Έχω σκεφτεί μια δράση», θα έγραφα αν ήμουν πιο αριστερή, πιο ακτιβίστρια ή πιο νέα.
Δεν είμαι επαρκώς, τίποτα απ’ τα τρία, οπότε «έχω μια ιδέα», ακούγεται καλύτερα.
Και είναι η παρακάτω:
Θα αντιγράφω ένα ερωτικό ποίημα την εβδομάδα σε ένα κομμάτι χαρτί.
Πρώτη εβδομάδα σειρά θα έχουν οι Γάλλοι, οι αιώνιοι, οι εφευρέτες του Έρωτα όπως τον εκφράζουμε εμείς οι άλλοι, οι απλοί.
Ο Prevert, o Rimbaud, o θλιμμένος Mallarme.
Μετά οι Αγγλικοί, οι κλασσικοί, οι ερωτικοί της εξοχής, της καταχνιάς και της ομίχλης.
Μετά οι Αμερικάνοι της πρωτοπορίας, όταν ο Έρωτας άρχισε να τρέχει με απάνθρωπους ρυθμούς, με αυτοκίνητα, με αεροπλάνα να φεύγει ο Έρωτας και εμείς συνηθίσαμε ότι είναι μια πλάτη, αυτός, κι όχι ένα πρόσωπο.
Και τέλος ο Αλεξανδρινός, ο μόνος Έλληνας, ο έρωτας του σώματος και όχι της συνήθειας. Ο έρωτας που δίνεται χωρίς να μπορεί να αγαπήσει.
Μετά λοιπόν, θα το τυπώνω σε αντίγραφα. Με πολύγραφο κατά προτίμηση, αν μπορέσω να βρω έναν. Ή να τον κλέψω. Από ένα μουσείο, ας πούμε.
Μια νύχτα την εβδομάδα, θα βγαίνω με τα εκατοντάδες αντίγραφα του ποιήματός μου υπό μάλης, κάτω απ το παλτό μου, θα περπατάω στους δρόμους της πόλης και θα τα σκορπίζω. Σαν προκηρύξεις.
Ο Άνθρωπος, από την αρχή της Ιστορίας, έψαχνε να βρει λύση στα προβλήματα του. Ο κανονικός άνθρωπος αυτά.
Ο άλλος άνθρωπος, ανακάλυψε την Άλγεβρα. Δηλαδή ανακάλυψε πώς να δημιουργεί προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν, προκειμένου να τα λύσει.
Στον Έρωτα λοιπόν –στο θέμα μας εμείς, μην ξεχνιόμαστε - υπάρχει ο άνθρωπος της Γεωμετρίας (λύνω το πρόβλημα που έχω) και ο άνθρωπος της Άλγεβρας (δημιουργώ ένα θέμα προκειμένου να το λύσω, ή ακόμα καλύτερα να μην το λύσω και να παιδεύομαι).
Τα πολιτιστικά αυτής της εβδομάδας ήταν ξεκάθαρα Αλγεβρικής φύσεως: α) η Καρένινα β) το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Μαρμαρινού γ) ένα ποίημα του Rimbaud που άφησε η μαμά μου πάνω στο γραφείο μου («Le dormeur du val» -αυτός είχε δύο κόκκινες τρύπες στο μέρος της καρδίας – δηλαδή οκ, αντικειμενικά είχε πρόβλημα, οπότε εξαιρείται από τους Αλγεβρικούς και πάει απευθείας στους Γεωμέτρες).
Για την Καρένινα τι να πω… Ο Βρόνσκι ήταν ο πιο φλώρος και ημι-gay Βρόνσκι που έχω δει. (H φίλη μου η Ντόρη λέει ότι ήταν σαν το Μελισσανίδη την εποχή που αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και έκανε την ξανθιά περμανάντ.)
Παρόλα αυτά, όταν χορεύει την πρώτη μαζούρκα με την Καρένινα, ερωτεύεσαι ακαριαία, ξανά, όποιον να ναι, το Άκη από την πρώτη Δημοτικού με τη μεράντα στα δόντια, το Στέφανο από το Πανεπιστήμιο που σου μάθαινε MS-DOS (μια άχρηστη γλώσσα προγραμματισμού, αλλά έκανες πως πρόσεχες), τη θεία Μαριέτα που δεν σου δίνει τη vintage Dior –«όταν μπω στην Εντατική και είμαι terminal, χρυσό μου, τότε θα την πάρεις».
Δεν ξέρω πώς να μεταφέρω το συναίσθημα, αυτοί χορεύουν και εσύ θέλεις να γράψεις ένα βιβλίο, να ανέβεις τις Άνδεις, να μάθεις πατινάζ στον πάγο, να πάρεις ναρκωτικά, να φθάσεις ξέπνοος στον ίδιο σου τον τάφο και να πέσεις μέσα γιατί πάει, τα έχεις κάνει πια όλα.
Δηλαδή, επίτηδες δεν τον έβαλε ωραίο τον Βρόνσκι η διανομή, διότι αν ήταν ΚΑΙ ωραίος, θα πέφτανε οι γυναίκες κατά συρροή στα τρένα και θα είχαμε θέμα σοβαρό.
Να και η υπέροχη μουσικής της (μοιραίας) μαζούρκας:
Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (που ήταν παλιά του Σαίξπηρ), το πήρε μετά ο Μαρμαρινός.
Οι ηθοποιοί παίζουν άθλια, (direction:«ανεβείτε στη σκηνή και κάντε ότι να ναι»), τα σκηνικά είναι βρώμικα και θλιβερά, τα κουστούμια από τους Κινέζους μάλλον. Όμως το συνολικό έργο καταφέρνει να είναι το καλύτερο, κακό θέατρο που έχω δει και με συγκίνησε βαθύτατα.
Είχε μια καταπληκτική στιγμή που μια ηθοποιός βρίσκεται ξαπλωμένη γυμνή πάνω στη σκηνή, (δεν ξέρω ποια, όλες οι γυμνές μοιάζουν), και ένας άλλος ηθοποιός τη χειρίζεται ερωτικά ενώ αυτή μένει παθητική. Δηλαδή, they go through the sexual motions αλλά επειδή είναι τόσο «γραφιστικό», είναι έρωτας χωρίς να είναι έρωτας, είναι το καλύτερο φυσικό conceptualization που έχω δει για τη διαφορά σεξ και actual έρωτα. (Σε αυτή τη σκηνή δυστυχώς χάσαμε μερικές ηλικιωμένες με ταγιέρ και κολόνια Charlie που πήγαν δίπλα στον «Κρίνο» για να φάνε λουκουμάδες).
Επίσης όλοι οι ηθοποιοί φοράνε μάσκες σε όλη τη διάρκεια της παράστασης (όχι για να μην βλέπουμε οι θεατές το κακό παίξιμο και εκτεθούν), αλλά γιατί «ο εραστής δεν έχει στην post-modern εποχή, πια πρόσωπο, είναι αυτός που έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά». Είναι ένα τυχαίο πρόσωπο με γεωγραφική εγγύτητα.
Συμφωνώ Μαρμαρινέ.
Τώρα όσο για τον Rimbaud και τον Dormeur du Val, είναι «pale dans son lit vert ou la lumiere pleut» - χλωμός πάνω στο πράσινο κρεβάτι του, όπου βρέχει το φως, και «Il sourirait comme un enfant malade»… χαμογελούσε σαν άρρωστο παιδί. Αυτά..
Πάνω στη χαρά μου που φίλη που αγαπώ, μου έγραψε ότι με διαβάζει με ενθoυσιασμό και συγκίνηση…ξαναγράφω.
(Γιατί τέτοιο άτομο είμαι, πάρε μου μπριγιάν, πήγαινε με στη Ρώμη weekendνα μου τραγουδάνε στη Fontana “tevolgiobeneassai”, κοίτα με στα μάτια μέχρι να βαρεθώ…δε μου κάνει τίποτα.
Πες μου πως με διαβάζεις, να έρθω να σου κάνω το σίδερο!! –που το μ-ι-σ-ώ μιλάμε, και μια φορά η Ντένη με είχε ρωτήσει «Πως σιδερώνεται αυτή μπλούζα που φοράς – πλισέ ήταν – και της λέω «Δεν έχω ιδέα» και πολύ χάρηκα που δεν ήξερα και δεν έχω σιδερώσει ποτέ. Και η Ντένη κρατούσε μια τσάντα Pradaκαι μου λέει «κράτα την να πάω στην τουαλέτα, δεν είναι αληθινή Prada, από την Τουρκία την έχω πάρει, (για να μην έχω άγχος), αλλά άσχετα όλα αυτά.. Πάνε οι Prada, πάει σε λίγο και η Τουρκία και όπου να ‘ναι - δεν μπορεί - θα κάνω και σίδερο.)
Αυτή ήταν μια υπέροχη εβδομάδα κυρίως γιατί φίλοι από τα (πολύ) παλιά, επανέρχονται από το πουθενά και μου στέλνουν γλυκά μηνύματα. Αντιγράφω :
Μήνυμα Α: «Σε θυμάμαι από το Δημοτικό που ρητόρευες με μεγάλη επιτυχία, και ποτέ δεν φορούσες ποδιά, και ήσουν το πιο ωραίο κοριτσάκι στην τάξη».
Μήνυμα Β: «…επειδή κάποτε είχαμε μια κουβέντα (…) θέλω να σου πω πως κάνω το βήμα andΙ'mgoingwithlove...astepintotheunknownmaybe. ButastepintherightdirectionIfeel...»
Δηλαδή ο κόσμος είναι followyourheartκαι thegreatesttripbeginswithasinglestep, και γενικώς όλοι οι φίλοι μου έχουν γίνει διαφημίσεις whiskyκαι εγώ προσωπικά σε αυτό προσβλέπω, από διαφήμιση της Cosmote(που ανοίγει η πόρτα και τραγουδάνε 50 βλαμένοι, συμπτωματικά όλοι ντυμένοι στα κόκκινα), να γίνω κι εγώ διαφήμιση whisky, Παναγία μου, το 2013.
Αυτά, α ναι και κάτι ακόμα: έγραψα συνταγή για κολλύριο (Tobrex, μια σταγόνα, 3 φορές την ημέρα), σε τσιγγανάκι που ζητιάνευε («Να το δώσεις στη μαμά μου αυτό και να της πεις να το βάλει στο μάτι σου»), και εκείνη την ώρα χάρηκα που είχα κάνει καλή πράξη –και στο παιδί μου αυτό θα έβαζα- , και τώρα έχω εφιάλτες ότι με κυνηγάνε οι τσιγγάνοι γιατί το παιδί είχε λοιμώδη μονοπυρήνωση π.χ. και όχι επιπεφυκίτιδα που νόμιζα εγώ, και εν τέλει τυφλώθηκε και φταίω εγώ - («Αχ Άννα, Άννα γιατί την πέταξες τη φλούδα απ’ τη μπανάνα?», όπως λέει κι ο Ευγένιος Τριβιζάς).
Τέλοςπάντων, Άννακαιτο 2013 αλλά, youmustrememberthis…a kiss is just a kiss…as time goes by...
Τα πράγματα είναι απλά –και εμείς
τα κάνουμε πολλές φορές σύνθετα.
Ο Έρωτας δεν θέλει χρόνο, θέλει
ταχύτητα. Η πραγματικότητα σε κυνηγάει και εσύ πρέπει να τρέξεις, να τρέξεις
όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Κι αν κάποιος σας πει ότι χρειάζεται
χρόνο, τρέξτε, τρέξτε γρήγορα μακριά.
Η πραγματικότητα τον έχει ήδη
αρπάξει.
Όσο για αυτό το μυστήριο του σεξ
(τι θέλουν οι γυναίκες και άλλα δεινά),που πάντα είχατε τόσες απορίες και δεν τολμούσατε να ρωτήσετε, ο HaroldBrodkeyτο
έχει λύσει άπαξ και δια παντός.
Αντιγράφω από το διήγημα «Innocence»:
« Ιfigured I had kept her
from being too depressed after fucking – it’s hard for a girl with any force in
her and any brains, to accept the whole thing of fucking, of being fucked
without trying to turn it on its end, so that she does some fucking, or some
fucking up; I mean the mere power of arousing the man so he wants to fuck,
isn’t enough: she wants him to be willing to die
in order to fuck.
There is a kind of strain or intensity women
are bred for, as beasts, for childbearing when childbearing might kill them,
and child rearing when the child might die at any moment: it’s in women to live under that danger, with
that risk, that close to tragedy, with that constant taut of causal courage. They
need death and nobility near. To be fucked when there is no drama inherent in
it, when you are not going to rise to a level of nobility and courage forever
denied the male, is to be cut off from what is inherently female, bestially
speaking”.
Οπότε καλύτερα μην το κάνετε αν
δεν έχετε τα credentials.
Ή καλύτερα πηγαίνετε να δείτε το
«Αν» του Παπακαλιάτη, στο οποίο ακούγεται κι αυτός ο ωραιότατος -και ανώδυνος - Chopin: